Απόστολος Σ. Γκαράνης
Γενικές πληροφορίες
- Έζησε το διάστημα 1906–2004
- Σύζυγος: Δέσποινα Θεοδώρου το γένος Μπαλάφα (1917–06.2000)
- Γονείς: Στέργιος και Χάιδω το γένος Τσιώμου
- Τρία παιδιά εν ζωή
Βιογραφία
Ο Απόστολος Γκαράνης γεννήθηκε στο Βρυσοχώρι το 1906. Ο πατέρας του Στέργιος Γκαράνης του Γεωργίου και της Μαρίας Γκαράνη ήταν ιερέας. Η μητέρα του Χάιδω Γκαράνη του Αποστόλου και της Δέσποινας Τσιώμου, ησχολείτο με τα οικιακά και την ανατροφή των παιδιών της.
Ο πατέρας του, μόλις τελείωσε τις σπουδές του, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε ιερέας στην μεγαλύτερη εκκλησία Αγίας Τριάδας του Πέραν.
Ο Απόστολος έμενε στο χωριό με τους γονείς του και τα δύο αδέλφια του Γεώργιο και Σταύρο.
Το πατρικό του σπίτι ήταν επιβλητικό με μεγάλο μπαλκόνι και ωραία θέα προς την Τσούκα-Ρόσσια.
Ευρίσκετο κάτω από το δρόμο του Γεωργούλη. Σήμερα υπάρχει μόνο το οικόπεδο, διότι το σπίτι το κάψανε οι Γερμανοί στην κατοχή το έτος 1943. Το 1907, μόλις ο αδελφός του Γεώργιος (γεννήθηκε το 1895) τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, τον πήρε ο πατέρας του και πήγανε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στη Ροβέρτιο Σχολή Κωνσταντινουπόλεως (Αμερικανικό κολέγιο) και από το 1922 άρχισε την γνωστή και επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία σε Τράπεζες της χώρας μας και της Κύπρου σε θέσεις Επιθεωρητού, Διευθυντού και Γενικού Διευθυντού.
Ο Απόστολος ενώ πήγαινε στο Δημοτικό Σχολείο μαζί με τον αδελφόν του Σταύρο (γεννήθηκε το έτος 1903) ήλθε ο πατέρας τους και τους πήρε μαζί με την μητέρα τους (παπαδιά) στην Κωνσταντινούπολη όπου συνεχίσανε τις υπόλοιπες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο το οποίο και τελειώσανε.
Στόχος του πατέρα τους, ήτανε να συνεχίσουν και αυτοί τον δρόμο που ακολούθησε ο αδελφός τους Γεώργιος, να σπουδάσουν και να τελειώσουν την Ροβέρτιο Σχολή, αλλά ο στόχος δεν πραγματοποιήθηκε, διότι αφ’ ενός ο Θεός πήρε τον πατέρα τους και αφ’ ετέρου παρά την επιθυμία τους και με στερήσεις να σπουδάσουν στην Σχολή, δεν κατέστη δυνατόν, διότι το 1922 έγινε η Μικρασιατική καταστροφή.
Μετά από αυτό, αυτός, η μητέρα του και ο αδελφός του Σταύρος, αποφασίσανε να πάνε στην Ρουμανία, στο Βουκουρέστι, στον αδελφό της μητέρας τους Χριστόδουλο μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.
Εκεί προσλήφθηκε στον Οίκο Εισαγωγών–Εξαγωγών «Καλαντζή» που ήταν ο μεγαλύτερος Οίκος των Βαλκανίων, μάζι με τον αδελφόν του Σταύρο, και αριθμούσε τότε 25 υπαλλήλους.
Ο αδελφός του Σταύρος μετά από λίγους μήνες επέστρεψε στην Ελλάδα για να καταταγεί στο στρατό.
Ο Απόστολος ήλθε και αυτός στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Θεσσαλονίκη μαζί με την μητέρα του το έτος 1925 με προορισμό το αγαπημένο τους χωριό Βρυσοχώρι. Αυτό δεν πραγματοποιήθηκε διότι μετά από τριήμερη διαμονή στην Θεσσαλονίκη, προσλήφθηκε στην Εμπορική Τράπεζα. Μετά από ένα χρόνο επισκέφθηκε το χωριό και στη συνέχεια κατετάγη στο στρατό για να υπηρετήση την στρατιωτική θητεία. Το 1927 που απολύθηκε από τον στρατό, παρουσιάσθηκε στο Κεντρικό Κατάστημα της Εμπορικής Τραπέζης στην Αθήνα και υπέβαλε αίτημά του να τοποθετεί σε κατάστημα της Αθήνας, όπου ήταν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, αίτημα που έγινε αποδεκτό και τοποθετήθηκε στο Κεντρικό Κατάστημα στην Αθήνα. Το 1928 εις ηλικία 25 ετών, πέθανε και ο αδελφός του Σταύρος, ο οποίος τότε υπηρετούσε στην Ιονική Τράπεζα.
Τον Απόστολο, η Τράπεζα, παρά το νεαρό της ηλικίας του και την απειρία του, το 1929, τον εμπιστεύθηκε και τον έστειλε στην Μυτιλήνη να αντικαταστήσει τους προϊσταμένους του καταστήματος για να πάρουν τις άδειές τους.
Το 1931 που η Εμπορική Τράπεζα άνοιξε κατάστημα στα Ιωάννινα, μετά από αίτησή του, μετατέθηκε σε αυτό.
Μόλις ήλθε στα Ιωάννινα, σε συνεργασία με τον Κλέαρχο Στάρα (από το Πάπιγκο) καθηγητή φυσικής και άλλους [συμπολίτες] ιδρύσανε τον Ορειβατικό Σύλλογο Ιωαννίνων και αργότερα με πολλούς κόπους και θυσίες κτίσανε το καταφύγιο στο «Μιτσικέλι».
Η ορειβασία γι’ αυτόν ήταν το αγαπημένο του σπορ. Μέχρι τα 90 του χρόνια, ακολουθούσε τις δραστηριότητες του Συλλόγου και τιμήθηκε πολλές φορές με μετάλια, διπλώματα και επαίνους για την προσφορά του στον Σύλλογο.
Το 1933 παντρεύτηκε την γυναίκα του Δέσποινα Θεοδώρου Μπαλάφα 17 χρόνων τότε, και ορφανή από πατέρα, με την οποία περάσανε εξαιρετική ζωή.
Απεκτήσανε τρία παιδιά, τον Σταύρο, την Χαρίκλεια και τον Γιώργο.
Ευτυχίσανε να τα δούνε παντρεμένα, επαγγελματικά πολύ καλά αποκατεστημένα και με εγγόνια και δισέγγονα.
Από το 1950 η Τράπεζα τον έστειλε ως αναπληρωτή Διευθυντή στα καταστήματα Αγρινίου, Άρτας, Πρέβεζας, Κιλκίς, Πτολεμαΐδας κλπ.
Το 1960, τοποθετήθηκε Διευθυντής στο κατάστημα Ηγουμενίτσας. Το 1968 συνταξιοδοτήθηκε από το κατάστημα Ιωαννίνων με 43 χρόνια υπηρεσίας.
Όλα πηγαίνανε πολύ καλά, μέχρι τον Ιούνιο του 2000, που ο Θεός πήρε την γυναίκα του Δέσποινα στα 83 χρόνια της.
Ήταν πολύ καλός οικογενειάρχης. Στην υπηρεσία του, τον αγαπούσανε και τον σεβότανε όλοι, νεώτεροί του και αρχαιώτεροί του.
Ήτανε ευσυνείδητος και δίκαιος σαν άνθρωπος και σαν υπάλληλος. Για τους νεώτερους σε τραπεζιτικά θέματα ήταν ο δάσκαλός τους.
Ήταν και από τα ιδρυτικά μέλη του Μορφωτικού [και] Ορειβατικού Συλλόγου Βρυσοχωρίου.
Διακρίνοταν για το ήθος, το ύφος και την φιλοτιμία του. Στις παρέες ήταν αξιαγάπητος και πολύ ευχάριστος. Συγγενείς φίλοι και γνωστοί τον αγαπούσανε όπως και εκείνος. Δεν ήξερε τι είναι η κακία, το μίσος και το ψέμα και ποτέ του δεν επεδιώξε να τα μάθει.